καταγυμνωθεῖσαν

καταγυμνωθεῖσαν
καταγυμνόω
strip naked
aor part pass fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταγυμνώνω — (Α καταγυμνῶ, όω) γυμνώνω κάποιον ή κάτι τελείως («μέλλων καταγυμνωθεῑσαν ὁρᾱν», Αρισταίν.) νεοελλ. αφαιρώ από κάποιον με κλοπή, δόλο ή εκβιασμό όλα του τα υπάρχοντα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”